-
1 διοικιζω
1) расселять, селить врозь(κατὰ κώμας τινάς Dem., Diod.; τὸν ὄχλον ἐκ τοῦ ἄστεως ἀπελαύνειν καὴ δ. Arst.; τινὰς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Polyb.)
διῳκίσθη ἥ Μαντίνεια τετραχῇ Xen. — население Мантинеи было расселено по четырем областям2) med. переселяться, переезжать -
2 διοικίζω
A- ῐῶ D.5.10
:—cause to live apart, disperse, opp. συνοικίζω, δ. τὰς πόλεις break them up into villages ([etym.] κῶμαι), Isoc. 5.43, cf. Arist.Pol. 1311a14; l. c.;δ. Μαντινεῖς ἐκ μιᾶς πόλεως εἰς πλείους Plb.4.27.6
:—[voice] Pass.,διῳκίσθη ἡ Μαντίνεια τετραχῇ X.HG5.2.7
;διῳκισμένοι κατὰ κώμας D.19.81
: generally, to be scattered abroad, Pl.Smp. 193a; remove, migrate, ἐκ Κολλυτοῦ εἰς .. Lys.32.14; διῳκισμένοι τινός separated from.., Luc. Charid.19: metaph. of rich and poor,διῳκίσμεθα καὶ δύο πόλεις ἔχομεν D.H.6.36
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διοικίζω
См. также в других словарях:
διοικίζω — (Α) [οικίζω] 1. αναγκάζω κάποιους να ζουν χωριστά, διασκορπίζω, μετοικίζω 2. παθ. διασκορπίζομαι 3. μέσ. μετοικώ («ὅταν ἐκ Κολλυτοῡ διῳκίζεται εἰς τὴν Φαίδρου οἰκίαν») 4. μέσ. απομακρύνομαι, αποχωρίζομαι από κάποιον 5. (για πλούσιους και φτωχούς) … Dictionary of Greek